- σάραβος
- σάραβος, ὁ,A pudenda muliebria, Com.Adesp.1137.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σάραβος — pudenda muliebria masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάραβος — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) το γυναικείο αιδοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. σάρων*, αβέβαιης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
σαράβου — σάραβος pudenda muliebria masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάραβον — σάραβος pudenda muliebria masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάρων — Μυθικός βασιλιάς της Τροιζήνας που έχτισε στην παραλία της Φοιβαίας λίμνης ιερό προς τιμή της Σαρωνίας Αρτέμιδας. Οι Τροιζήνιοι γιόρταζαν εκεί κάθε χρόνο τα Σαρώνεια. Σύμφωνα με το μύθο, ο Σ., κυνηγώντας ένα ελάφι, μπήκε μέσα στη θάλασσα και… … Dictionary of Greek
όλισβος — ὄλισβος, ὁ (Α) δερμάτινο ομοίωμα πέους. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. σχηματισμένη από το θ. τών ὀλισθάνω, ὄλισθος, κατ επίδραση τού επιθήματος βος (πρβλ. σάραβος). Κατ άλλη άποψη, η λ. θεωρείται δάνειο από τη Μικρά Ασία και συνδέεται με τη γλώσσα τού Ησύχ.… … Dictionary of Greek